γαστρίμαργος

γαστρίμαργος
ος , ον 1. прожорливый;
2. (ο ) обжора

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γαστρίμαργος" в других словарях:

  • γαστρίμαργος — gluttonous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρίμαργος — η, ο (AM γαστρίμαργος, ον) λαίμαργος, αυτός που τρώει πολύ και δεν χορταίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + μαργος < μάργος «άπληστος, αδηφάγος»] …   Dictionary of Greek

  • γαστριμαργότατα — γαστρίμαργος gluttonous adverbial superl γαστρίμαργος gluttonous neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστριμάργως — γαστρίμαργος gluttonous adverbial γαστρίμαργος gluttonous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρίμαργον — γαστρίμαργος gluttonous masc/fem acc sg γαστρίμαργος gluttonous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστριμάργοις — γαστρίμαργος gluttonous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστριμάργου — γαστρίμαργος gluttonous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστριμάργους — γαστρίμαργος gluttonous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστριμάργων — γαστρίμαργος gluttonous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστριμάργῳ — γαστρίμαργος gluttonous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρίμαργα — γαστρίμαργος gluttonous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»